μπαρμπέρικο

μπαρμπέρικο
το [μπαρμπέρης]
κατάστημα τού μπαρμπέρη, κουρείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπαρμπέρικο — το το κουρείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… …   Dictionary of Greek

  • μπαρμπεριό — και μπερμπεριό,το (Μ μπαρμπερεῑον και παρπερεῑο) [μπαρμπέρης] κουρείο, μπαρμπέρικο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”